λάσται

λάσται
λάσται
Grammatical information: f.
Meaning: πόρναι H.; s. λιλαίομαι.
Other forms: Shortened form λάστρις (EM 159,30).
Derivatives: Besides λάσταυρος 'κίναιδος' (Theopomp., AP ), ἡμι-λάσταυρος (Men.), hardly after κένταυ-ρος, cf. H.: κένταυροι ... καὶ οἱ παιδερασται(?).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur. 383 connects λασιτός κίναιδος and λεσιτὸς πόρνη. The root λασ- is clearly Pre-Greek. (Therefor not to λιλαίομαι.)
Page in Frisk: 2,89

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λάσται — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πόρναι». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρ. *las «αχόρταγος, ακόρεστος» και συνδέεται με τους τ. λιλαίομαι*, λάσθη] …   Dictionary of Greek

  • λάσθη — λάσθη, ἡ (Α) χλευασμός, κοροϊδία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *las «αχόρταγος, ακόρεστος» και συνδέεται με τ. όπως λιλαίομαι, λάσται, λατ. lascinus «αστείος, παιχνιδιάρης», αρχ. ινδ. lasati «επιθυμεί». Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • λιλαίομαι — (Α) 1. επιθυμώ κάτι πάρα πολύ, ποθώ (α. «ὀλοοῑο λιλαιόμενοι πολέμοιο», Ομ. Ιλ. β. «φόωσδε τάχιστα λιλαίεο», Ομ. Οδ.) 2. επιθυμώ να είμαι ή να κάνω κάτι («λιλαιομένη πόσιν εἶναι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *las «θρασύς, λαίμαργος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”